- φιλαγρύπνως
- φιλάγρυπνοςwakefuladverbialφιλάγρυπνοςwakefulmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλάγρυπνος — η, ο / φιλάγρυπνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να αγρυπνεί, που δεν τού αρέσει ο πολύς ύπνος νεοελλ. 1. αυτός που τού αρέσει να βρίσκεται σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. αυτός που κάνει κάποιον να αγρυπνεί («φιλάγρυπνος ἐμοὶ πόθος Ἡλιοδώρας»,… … Dictionary of Greek